diplômée στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για diplômée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

I.diplômé (diplômée) [diplome] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

diplômé → diplômer

III.diplômé (diplômée) [diplome] ΟΥΣ αρσ (θηλ)

Βλέπε και: diplômer

2. diplôme:

Μεταφράσεις για diplômée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
recrue θηλ diplômée
sage-femme θηλ diplômée
diplôme αρσ
diplôme αρσ (in en)

diplômée στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για diplômée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

II.diplômé(e) [diplome] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

Μεταφράσεις για diplômée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
diplômé(e) αρσ (θηλ) d'université
infirmière θηλ diplômée
infirmière θηλ diplômée d'Etat
infirmière θηλ diplômée d'État

diplômée Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

diplômé(e) αρσ (θηλ) d'université
infirmière θηλ diplômée d'État
infirmière θηλ diplômée d'Etat

diplômée Από το λεξιλόγιο «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "diplômée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski