d'homme στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για d'homme στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

5. homme (sorte d'individu):

homme de barre ΝΑΥΣ
homme des bois ΑΝΘΡΩΠΟΛ
homme des bois ΖΩΟΛ παρωχ
homme d'épée ΣΤΡΑΤ
homme d'équipage ΝΑΥΣ
homme d'État ΠΟΛΙΤ
homme fort ΠΟΛΙΤ
homme au foyer ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ
man of honour βρετ
homme de journée ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ
day labourer βρετ
straw man αμερικ
labourer βρετ
homme politique ΠΟΛΙΤ
homme de presse ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ
homme de qualité παρωχ
homme de terrain ΠΟΛΙΤ
homme de troupe ΣΤΡΑΤ

Βλέπε και: Dieu

bon Dieu! αργκ
bon Dieu d'bon Dieu! αργκ
good God almighty! οικ
nom de Dieu! αργκ
Christ almighty! αργκ
qui donne aux pauvres prête à Dieu παροιμ

sous-homme <πλ sous-hommes> [suzɔm] ΟΥΣ αρσ

homme-sandwich <πλ hommes-sandwichs> [ɔmsɑ̃dwitʃ] ΟΥΣ αρσ

homme-grenouille <πλ hommes-grenouilles> [ɔmɡʀənuj] ΟΥΣ αρσ

homme-orchestre <πλ hommes-orchestres> [ɔmɔʀkɛstʀ] ΟΥΣ αρσ κυριολ, μτφ

Μεταφράσεις για d'homme στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

d'homme στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για d'homme στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

homme-sandwich <hommes-sandwichs> [ɔmsɑ̃dwitʃ] ΟΥΣ αρσ

homme-grenouille <hommes-grenouilles> [ɔmgʀənuj] ΟΥΣ αρσ

Μεταφράσεις για d'homme στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
homme αρσ moderne
M
homme αρσ
homme αρσ viril
homme αρσ d'État

d'homme Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

un homme averti en vaut deux παροιμ
forewarned is forearmed παροιμ
a general factotum ειρων

d'homme Από το λεξιλόγιο «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων

Μεταφράσεις για d'homme στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski