d'employé στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για d'employé στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

employé (employée) [ɑ̃plwaje] ΟΥΣ αρσ (θηλ)

sous-employer [suzɑ̃plwaje] ΡΉΜΑ μεταβ

Μεταφράσεις για d'employé στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
employé/-e αρσ/θηλ
employé/-e αρσ/θηλ
employé/-e αρσ/θηλ de bureau
employé/-e αρσ/θηλ de banque

d'employé στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για d'employé στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

sales assistant βρετ
sales clerk αμερικ
Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για d'employé στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
employé(e) αρσ (θηλ)
employé(e) αρσ (θηλ) de l'État
employé(e) αρσ (θηλ) du service public
employé(e) αρσ (θηλ)
employé(e) [de bureau] αρσ θηλ
employé(e) αρσ (θηλ) de bureau

d'employé Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

employé(e) αρσ (θηλ) des wagons-lits
employé(e) αρσ (θηλ) de l'État
employé(e) αρσ (θηλ) du service public

d'employé Από το λεξιλόγιο «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων

Αμερικανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Il exerce successivement les professions d'employé de laiterie, de chauffeur de car puis de taxi.
fr.wikipedia.org
Il suit cependant des cours du soir de sténo-dactylographie et, en 1928, il obtient un poste d'employé dans une société d'assurance.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski