d'aiguille στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για d'aiguille στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

1. aiguiller:

to steer (sur toward, towards βρετ)

porte-aiguilles, porte-aiguille <πλ porte-aiguilles> [pɔʀteɡɥij] ΟΥΣ αρσ

Μεταφράσεις για d'aiguille στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
aiguille θηλ
travaux αρσ πλ d'aiguille

d'aiguille στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για d'aiguille στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Μεταφράσεις για d'aiguille στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
aiguille θηλ à repriser
aiguille θηλ à tricoter
aiguille θηλ de pin
aiguille θηλ

d'aiguille Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

aiguille θηλ à repriser
Αμερικανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Les indicateurs de position d'aiguille se situent où se trouvent les appareils de voies (aiguillages).
fr.wikipedia.org
Échos de partout; mode, travaux d'aiguille et d'agrément, tenue de l'appartement, soins à donner aux enfants, etc. (Franquette).
fr.wikipedia.org
Ce même bras est récupéré sur un support de sacoche de vélo, et agrémenté à son extrémité d'un bout d'aiguille à tricoter en plastique blanc.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski