d'accuser στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για d'accuser στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

2. accuser (rendre coupable):

Βλέπε και: rage

2. rage (fureur):

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για d'accuser στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
accuse ΝΟΜ

d'accuser στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για d'accuser στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Μεταφράσεις για d'accuser στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

d'accuser Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αμερικανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Les conservateurs ne cessent alors d'accuser le gouvernement de connivence avec Moscou.
fr.wikipedia.org
Se réclamer de « la différence » permet au différentialisme d'accuser ce qui cherche à le contester de tendre, volontairement ou non, à l'uniformisation.
fr.wikipedia.org
Cependant, « il ne s'agit pas d'écouter les victimes ou de donner à entendre leurs témoignages, mais d'accuser l'ennemi ».
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski