d'élève στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για d'élève στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

I.élevé (élevée) [elve] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

élevé → élever

II.élevé (élevée) [elve] ΕΠΊΘ (éduqué)

Βλέπε και: élever

3. s'élever (se hausser):

3. s'élever (se hausser):

Βλέπε και: coton

2. coton:

cotton wool βρετ
cotton αμερικ
piece of cotton wool βρετ
piece of cotton αμερικ
avoir du coton dans les oreilles κυριολ
avoir du coton dans les oreilles μτφ, οικ

Μεταφράσεις για d'élève στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
prix αρσ élevé
élève αρσ θηλ ingénieur
élève αρσ θηλ

d'élève στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για d'élève στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

II.élevé2(e) [el(ə)ve] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

Μεταφράσεις για d'élève στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

d'élève Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

enrolment of a pupil at a school βρετ
enrollment of a pupil at a school αμερικ

d'élève Από το λεξιλόγιο «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων

Αμερικανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Suite au nombre d'élève croissant, les autorités du collège présentent un projet pour une nouvelle bâtisse.
fr.wikipedia.org
Membre de la communauté éducative, le rôle du parent d'élève est attribué par l'Éducation nationale.
fr.wikipedia.org
L'université est réputée pour ses standards académiques rigoureux, son ratio faible d'élève par professeur, et ses projets d'études hautement individualisés.
fr.wikipedia.org
Il y développa une réputation d'élève charmant mais parfois perturbateur.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski