Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. charcut|ier (charcutière) [ʃaʀkytje, ɛʀ] ΟΥΣ αρσ (θηλ) (commerçant)
II. charcutière ΟΥΣ θηλ
charcutière θηλ (épouse du charcutier):
στο λεξικό PONS
charcutier (-ière) [ʃaʀkytje, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ
- charcutier (-ière)
-
charcutier (-ière) [ʃaʀkytje, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ
- charcutier (-ière)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- charbonnages
- charbonner
- charbonneur
- charbonneux
- charbonnier
- charcutier traiteur
- chardon
- chardonneret
- charentais
- charentaise
- Charente