appelé στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για appelé στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

I.appelé (appelée) [aple] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

appelé → appeler

II.appelé (appelée) [aple] ΕΠΊΘ (destiné)

Βλέπε και: appeler

1. appeler (dénommer):

4. appeler (faire venir):

II.en appeler à ΡΉΜΑ μεταβ έμμ αντικείμ

1. s'appeler (se dénommer):

2. s'appeler:

to phone each other βρετ

1. appeler (dénommer):

4. appeler (faire venir):

II.en appeler à ΡΉΜΑ μεταβ έμμ αντικείμ

1. s'appeler (se dénommer):

2. s'appeler:

to phone each other βρετ
Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
populairement appelé

Μεταφράσεις για appelé στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
appelé αρσ
appelé αρσ du contingent
communément appelé
appelé αρσ

appelé στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για appelé στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

appelé(e) [aple] ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΣΤΡΑΤ

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
réformer appelé
to make a collect call αμερικ

Μεταφράσεις για appelé στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
appelé(e) αρσ (θηλ)
c'est familièrement appelé ...

appelé Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "appelé" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski