I.agité (agitée) [aʒite] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
agité → agiter
II.agité (agitée) [aʒite] ΕΠΊΘ
1. agité:
2. agité (troublé):
III.agité (agitée) [aʒite] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
2. agité (indiscipliné):
- agité (agitée)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.