accompagné στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για accompagné στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

1. accompagner (se déplacer avec):

to take (à to)
être accompagné de ou par
elle a accompagné son mari jusqu'à la fin
accompagné/non accompagné bagage, enfant:

2. accompagner (aller de pair avec):

CV accompagné de deux photos

Μεταφράσεις για accompagné στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
accompany ΜΟΥΣ
accompagné (by sb par qn, by sth de qc, on sth ΜΟΥΣ à qc)
rhume αρσ (accompagné de toux)
être accompagné de qn
un père accompagné de deux enfants
L βρετ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ abrév écrite
élève αρσ conducteur accompagné
non accompagné

accompagné στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για accompagné στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Μεταφράσεις για accompagné στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
non accompagné(e)
L
élève αρσ conducteur accompagné
voyage αρσ en avion non accompagné
voyager en avion non accompagné
to play along with sb ΜΟΥΣ

accompagné Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

du vin accompagne le plat ΜΑΓΕΙΡ
élève αρσ conducteur accompagné
L
voyage αρσ en avion non accompagné
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski