énervée στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για énervée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

I.énervé (énervée) [enɛʀve] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

énervé → énerver

Βλέπε και: énerver

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
pretty οικ

Μεταφράσεις για énervée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
+ υποτ to get riled (up)

énervée στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για énervée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Μεταφράσεις για énervée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

énervée Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αμερικανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Énervée et confuse, Natalie sort de l'hôpital et remarque que la ville est plus belle et sent meilleur que d'habitude.
fr.wikipedia.org
Or sa bête, énervée par les taons, prit soudain une allure précipitée.
fr.wikipedia.org
Quand la relation a commencé à dégénérer, il y mit fin et au lieu d'être triste, son ex-petite amie a été très très très énervée.
fr.wikipedia.org
Très énervée par leur attitude, elle fugue et décide d'aller fouiller à la boutique de magie.
fr.wikipedia.org
La voix et les guitares déchirées donnent le ton dans ce cri à l'inhumanité, tout comme la section rythmique énervée.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "énervée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski