Αγγλικά » Σλοβενικά

pack·et [ˈpækɪt] ΟΥΣ

2. packet οικ (a lot of money):

βρετ αυστραλ a packet

ˈpay pack·et ΟΥΣ βρετ αυστραλ

ˈwage pack·et ΟΥΣ αυστραλ βρετ

1. wage packet (pay):

2. wage packet (envelope):

Παραδειγματικές φράσεις με packets

in packets of eight

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "packets" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina