Αγγλικά » Γερμανικά

I . snooze [snu:z] οικ ΡΉΜΑ αμετάβ

snooze
snooze

II . snooze [snu:z] οικ ΟΥΣ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to have a snooze
after-lunch snooze
to have a nap [or οικ snooze]

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文