Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „better-off“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

I . bet·ter-ˈoff ΕΠΊΘ

better-off
besser dran κατηγορ οικ
better-off (financially)
bessergestellt κατηγορ
better-off (financially)
wohlhabender κατηγορ

II . bet·ter-ˈoff ΟΥΣ + pl ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "better-off" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文