Αγγλικά » Γερμανικά

ad·vent·ist [ˈædvəntɪst] ΟΥΣ

I . Sev·enth-Day ˈAd·vent·ist [ˌsevən(t)θdeɪˈædvəntɪst] ΟΥΣ

Seventh-Day Adventist
Adventist(in) αρσ (θηλ) vom Siebenten Tag

II . Sev·enth-Day ˈAd·vent·ist [ˌsevən(t)θdeɪˈædvəntɪst] ΕΠΊΘ

Seventh-Day Adventist
Siebenten-Tags-Adventisten-
Seventh-Day Adventist church

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Seventh-Day Adventist church

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
In the Adventist movement of 1842-43, they espoused the Advent hope.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "adventist" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文