I.still2 [βρετ stɪl, αμερικ stɪl] ΟΥΣ
2. still:
II.still2 [βρετ stɪl, αμερικ stɪl] ΕΠΊΘ
1. still (motionless):
- absolutely or totally still
2. still (peaceful):
- still countryside, house, streets
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.