I.squat [βρετ skwɒt, αμερικ skwɑt] ΟΥΣ
II.squat [βρετ skwɒt, αμερικ skwɑt] ΕΠΊΘ
III.squat <μετ ενεστ squatting; απλ παρελθ, μετ παρακειμ squatted> [βρετ skwɒt, αμερικ skwɑt] ΡΉΜΑ μεταβ οικ
- squattériser οικ
- squatter οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.