speciality βρετ [βρετ ˌspɛʃɪˈalɪti, αμερικ ˌspɛʃiˈælədi], specialty αμερικ [ˈspeʃəltɪ] ΟΥΣ
1. speciality (special service, product, food):
- spécialité θηλ
2. speciality (special skill, interest):
- spécialité θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.