I.sell [βρετ sɛl, αμερικ sɛl] ΟΥΣ οικ (deception, disappointment)
II.sell <απλ παρελθ, μετ παρακειμ sold> [βρετ sɛl, αμερικ sɛl] ΡΉΜΑ μεταβ
1. sell (gen) ΕΜΠΌΡ:
- ‘stamps/phonecards sold here’
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.