I.plough βρετ, plow αμερικ [βρετ plaʊ, αμερικ plaʊ] ΟΥΣ ΓΕΩΡΓ
II.Plough ΑΣΤΡΟΝ
III.plough βρετ, plow αμερικ [βρετ plaʊ, αμερικ plaʊ] ΡΉΜΑ μεταβ
3. plough βρετ (fail) οικ, παρωχ:
- recaler οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.