of στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για of στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

Βλέπε και: old, late

I.old [βρετ əʊld, αμερικ oʊld] ΟΥΣ The irregular form vieil of the adjective vieux/vieille is used before masculine nouns beginning with a vowel or a mute ‘h’.

1. old (elderly, not young):

2. old (of a particular age):

4. old (former, previous):

ancien/-ienne
do you see much of the old crowd οικ?

5. old (as term of affection):

old οικ
il y avait ce bon vieux Jim οικ
ce cher vieux Max οικ
ce bon vieux Jon! οικ
good old British weather! ειρων
hello, old chap/girl παρωχ!
how are you, you old devil οικ?
ça va, vieux? οικ

1. late (after expected time):

tardif/-ive

2. late (towards end of day, season, life etc):

tardif/-ive
tardif/-ive
to take a late holiday βρετ or vacation αμερικ

3. late (towards end of series):

2. late (towards end of time period):

it's a bit late in the day to do μτφ
à tout à l'heure!

of στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για of στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

1. of (belonging to):

of
a page of it is torn

5. of (among):

Βλέπε και: inside

1. think of (consider, find):

of Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

in the light of sth, αμερικ in light of sth
at the back of sth, in back of sth αμερικ

of Από το λεξιλόγιο «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων

Μεταφράσεις για of στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
of age (adj.)

of Από το λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA Bock GmbH

Μεταφράσεις για of στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski