I.fence [βρετ fɛns, αμερικ fɛns] ΟΥΣ
4. fence ΤΕΧΝΟΛ (on saw):
- protection θηλ
II.fence [βρετ fɛns, αμερικ fɛns] ΡΉΜΑ μεταβ
III.fence [βρετ fɛns, αμερικ fɛns] ΡΉΜΑ αμετάβ
3. fence (receive stolen goods):
- fence οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.