Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια:

key’—‘well στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για key’—‘well στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

III.swell <απλ παρελθ swelled, μετ παρακειμ swollen or swelled> [βρετ swɛl, αμερικ swɛl] ΡΉΜΑ μεταβ

IV.swell <απλ παρελθ swelled, μετ παρακειμ swollen or swelled> [βρετ swɛl, αμερικ swɛl] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. well (in good health):

2. well (in satisfactory state, condition):

1. well (satisfactorily):

2. well (used with modal verbs):

it may well be that + υποτ
+ υποτ I couldn't very well say no

3. well (intensifier):

6. well:

all's well that ends well παροιμ
to be well in with sb οικ
être bien avec qn οικ
to leave well alone βρετ or well enough alone αμερικ (not get involved)
you're well out of it οικ!

well → well up

Βλέπε και: well up

key’—‘well στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για key’—‘well στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

2. well (thoroughly):

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Αγγλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski