I.gag [βρετ ɡaɡ, αμερικ ɡæɡ] ΟΥΣ
2. gag (censorship):
II.gag <μετ ενεστ gagging; απλ παρελθ, μετ παρακειμ gagged> [βρετ ɡaɡ, αμερικ ɡæɡ] ΡΉΜΑ μεταβ
- to gag sb with a handkerchief
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.