finely-worked στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για finely-worked στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

I.travaillé (travaillée) [tʀavaje] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

travaillé → travailler

II.travaillé (travaillée) [tʀavaje] ΕΠΊΘ

1. travaillé (fignolé):

finely-worked

Βλέπε και: travailler

1. travailler (faire un effort):

2. travailler (exercer un métier):

3. travailler (faire des affaires):

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

finely-worked στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για finely-worked στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski