I.self-employed [βρετ ˌsɛlfɪmˈplɔɪd, αμερικ ˈˌsɛlf əmˈplɔɪd] ΟΥΣ
- the self-employed + ρήμα πλ
II.self-employed [βρετ ˌsɛlfɪmˈplɔɪd, αμερικ ˈˌsɛlf əmˈplɔɪd] ΕΠΊΘ
self-employed work, worker:
- indépendant after ουσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.