I.cream [βρετ kriːm, αμερικ krim] ΟΥΣ
1. cream (dairy product):
- crème θηλ
2. cream μτφ:
5. cream:
II.cream [βρετ kriːm, αμερικ krim] ΕΠΊΘ (colour)
III.cream [βρετ kriːm, αμερικ krim] ΡΉΜΑ μεταβ
1. cream ΜΑΓΕΙΡ:
- creamed potatoes
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.