I.commit <μετ ενεστ committing; απλ παρελθ, μετ παρακειμ committed> [βρετ kəˈmɪt, αμερικ kəˈmɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. commit (perpetrate):
2. commit (engage, promise):
3. commit (assign):
4. commit ΝΟΜ:
5. commit (consign):
- commit τυπικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.