bounded στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για bounded στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

bound → bind

bounds ουσ πλ κυριολ, μτφ:

limites θηλ πλ
to be out of bounds ΣΤΡΑΤ, ΣΧΟΛ place:
to be out of bounds ΑΘΛ

Βλέπε και: bind

II.bind <απλ παρελθ, μετ παρακειμ bound> [βρετ bʌɪnd, αμερικ baɪnd] ΡΉΜΑ μεταβ

III.bind <απλ παρελθ, μετ παρακειμ bound> [βρετ bʌɪnd, αμερικ baɪnd] ΡΉΜΑ αμετάβ

bounded στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για bounded στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

bound παρελθ, μετ παρακειμ of bind

Βλέπε και: bind

Μεταφράσεις για bounded στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

bounded Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to be bounded by sth
to be bound and determined αμερικ
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "bounded" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski