I.leg [βρετ lɛɡ, αμερικ lɛɡ] ΟΥΣ
4. leg (of trousers):
- jambe θηλ
II.leg <μετ ενεστ legging; απλ παρελθ, μετ παρακειμ legged> [βρετ lɛɡ, αμερικ lɛɡ] ΡΉΜΑ μεταβ οικ
III.-legged ΣΎΝΘ
- four-/six-legged animal
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.