I.lean [βρετ liːn, αμερικ lin] ΟΥΣ (meat)
II.lean [βρετ liːn, αμερικ lin] ΕΠΊΘ
2. lean (difficult) μτφ:
III.lean <απλ παρελθ, μετ παρακειμ leaned or leant> [βρετ liːn, αμερικ lin] ΡΉΜΑ μεταβ
- s'accouder à qc
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.