I.fool about ΡΉΜΑ [βρετ fuːl -, αμερικ ful -] οικ βρετ, fool around ΡΉΜΑ οικ βρετ (fool around)
2. fool about (act stupidly):
- fool about
3. fool about (have affairs):
- fool about
- papillonner οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.