I.stuff [βρετ stʌf, αμερικ stəf] ΟΥΣ U
1. stuff (unnamed substance):
- chose θηλ
3. stuff (content of speech, book, film, etc) οικ:
4. stuff (fabric):
6. stuff (stolen goods):
- stuff οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.