ξεκομμέν|ος <-η, -ο> [ksɛkɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
1. ξεκομμένος (απομονωμένος):
- ξεκομμένος
-
2. ξεκομμένος (αποχωρισμένος):
- ξεκομμένος
-
3. ξεκομμένος (τιμή):
- ξεκομμένος
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.