κοχλιακ|ός <-ή, -ό> [kɔxliaˈkɔs] ΕΠΊΘ
- κοχλιακός
-
- κοχλιακός πόρος ΑΝΑΤ
- Schneckengang αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.