εγκλιτικ|ός <-ή, -ό> [ɛŋglitiˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. εγκλιτικός (σχετιζόμενος με τις εγκλίσεις του ρήματος):
- εγκλιτικός
-
2. εγκλιτικός (μικρή λέξη):
- εγκλιτικός
-
-
- Enklitikon ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.