απειλητικ|ός <-ή, -ό> [apilitiˈkɔs] ΕΠΊΘ
αθλητικά [aθlitiˈka] SUBST ουδ πλ
1. αθλητικά (ειδήσεις):
2. αθλητικά (παπούτσια):
3. αθλητικά (ρούχα):
απειροστικ|ός <-ή, -ό> [apirɔstiˈkɔs] ΕΠΊΘ
αποσιωπητικά [apɔsiɔpitiˈka] SUBST ουδ πλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.