στο λεξικό PONS
I. un·ge·nü·gend [ˈʊngəny:gn̩t] ΕΠΊΘ
1. ungenügend (nicht ausreichend):
- ungenügend Information
-
2. ungenügend ΣΧΟΛ (schlechteste Zensur):
II. un·ge·nü·gend [ˈʊngəny:gn̩t] ΕΠΊΡΡ
Re·ser·ve <-, -n> [reˈzɛrvə] ΟΥΣ θηλ
1. Reserve (Rücklage):
3. Reserve ΣΤΡΑΤ (Gesamtheit der Reservisten):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
ungenügende Reserven phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Reserve ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ungemein
- ungemütlich
- Ungemütlichkeit
- ungenannt
- ungenau
- ungenügende Reserven
- ungenutzt
- ungenützt
- ungenutzte Kapazität
- ungeordnet
- ungepflegt