στο λεξικό PONS
ˈcapital-raising ΕΠΊΘ προσδιορ
ˈcapi·tal rais·ing ΟΥΣ no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
capital-raising ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
capital raising ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
capital raising interest rate ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
capital raising possibility ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
capital raising decision ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.