Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραγγέλνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρ|αγγέλνω [paraɲˈɟɛlnɔ], παρ|αγγέλλω [paraɲˈɟɛlɔ] <-άγγειλα [ή -ήγγειλα], -αγγέλθηκα, -αγγελμένος> VERB μεταβ

1. παραγγέλνω (εμπορεύματα, σε εστιατόριο):

παραγγέλνω

2. παραγγέλνω (διαβιβάζω μήνυμα):

παραγγέλνω σε κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский