Ελληνικά » Γερμανικά

λα|βαίνω [laˈvɛnɔ], λα|μβάνω [laɱˈvanɔ] <-βα> VERB μεταβ

2. λαβαίνω (φτάνει σε μένα: γράμμα, είδηση):

λαμβάνω

λαμβάνω s. λαβαίνω

Βλέπε και: λαβαίνω

λα|βαίνω [laˈvɛnɔ], λα|μβάνω [laɱˈvanɔ] <-βα> VERB μεταβ

2. λαβαίνω (φτάνει σε μένα: γράμμα, είδηση):

μου [mu] ΑΝΤΩΝ

1. μου (προσωπική αντωνυμία):

mir
gib mir

μη μου άπτου [mi mu ˈaptu] SUBST ουδ αμετάβλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский