Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κλείνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κλεί|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈklinɔ] VERB μεταβ

2. κλείνω (ένα άνοιγμα, φράζω):

κλείνω

3. κλείνω (βάζω μέσα, βίαια):

κλείνω

4. κλείνω (έχω μέσα μου):

5. κλείνω (συζήτηση):

κλείνω

6. κλείνω (φως):

κλείνω

7. κλείνω (ράδιο):

κλείνω

8. κλείνω (γκάζι):

κλείνω

9. κλείνω (εφημερίδα):

κλείνω

10. κλείνω (κουρτίνες):

κλείνω

11. κλείνω (δρόμο: για διαδήλωση κτλ):

κλείνω

12. κλείνω (είσοδο):

κλείνω

13. κλείνω (εργοστάσιο):

κλείνω

14. κλείνω (συμβόλαιο):

κλείνω

15. κλείνω (συμφωνία):

κλείνω μια συμφωνία

16. κλείνω (ραντεβού):

17. κλείνω (ειρήνη):

κλείνω

18. κλείνω (θέσεις, δωμάτιο σε ξενοδοχείο):

κλείνω

II . κλεί|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈklinɔ] VERB αμετάβ

1. κλείνω (πόρτα, παράθυρο):

κλείνω

2. κλείνω (πληγή):

κλείνω

3. κλείνω (βουλώνω):

κλείνω

III . κλείνομαι VERB αυτοπ ρήμα (μέσα σε κάτι)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский