Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „όταν“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

όταν [ˈɔtan] ΣΎΝΔ

1. όταν (αναφερόμενος στο παρελθόν):

όταν
als
όταν ήρθε

2. όταν (στο μέλλον, κάθε φορά που):

όταν

Παραδειγματικές φράσεις με όταν

σπάζομαι όταν …
φρικίασα όταν …
έφριξα όταν …
όταν ήρθε
πόσο χάρηκα όταν …!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский