Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρεύματος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγωγός ρεύματος
Stromleiter αρσ
κατανάλωση ρεύματος
προμηθευτής ρεύματος
διακοπή θηλ ρεύματος
Stromausfall αρσ
βρόχος ρεύματος ΗΛΕΚ
Stromschleife θηλ
ηλεκτρονόμος ρεύματος
Stromrelais ουδ
τροφοδοσία ρεύματος
διακοπή του ρεύματος ΗΛΕΚ
Stromausfall αρσ
αδιάλειπτη παροχή θηλ ρεύματος
αδιάλειπτη παροχή θηλ ρεύματος
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „ρεύματος“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

καταναλωτής αρσ ρεύματος
αγωγός αρσ ρεύματος
διακοπή θηλ ρεύματος
πηγή θηλ ρεύματος
μετρητής αρσ ρεύματος
βρόχος αρσ ρεύματος
κατανάλωση θηλ ρεύματος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский