Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσπαθώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσπαθ|ώ <-είς, -ησα> [prɔspaˈθɔ] VERB αμετάβ

1. προσπαθώ (κάνω μια δοκιμή):

προσπαθώ

2. προσπαθώ (καταβάλλω προσπάθειες):

προσπαθώ

Παραδειγματικές φράσεις με προσπαθώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский