Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προκαλώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προκ|αλώ <-αλείς, -άλεσα, -λήθηκα> [prɔkaˈlɔ] VERB μεταβ

1. προκαλώ (σε αναμέτρηση):

προκαλώ σε
herausfordern zu +δοτ

2. προκαλώ (ερεθίζω):

προκαλώ

3. προκαλώ (προξενώ):

προκαλώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский