Ελληνικά » Γερμανικά

πολιτική [pɔlitiˈci] SUBST θηλ και μτφ (τρόπος διαχείρησης)

πολιτική
Politik θηλ
εσωτερική πολιτική
Innenpolitik θηλ
εξωτερική πολιτική
Außenpolitik θηλ
Gemeinsame Außen- und Sicherheitspolitik θηλ ενικ
Agrarpolitik θηλ
αλιευτική πολιτική
αμυντική πολιτική
αναπτυξιακή πολιτική
πολιτική ασφάλειας
Europäische Sicherheits- und Verteidigungspolitik θηλ
βιομηχανική πολιτική
πολιτική δημοσίων δαπανών
δασική πολιτική
Forstpolitik θηλ
δασμολογική πολιτική
Zollpolitik θηλ
δημογραφική πολιτική
διαρθρωτική πολιτική
διεθνής πολιτική
εκπαιδευτική πολιτική
εμπορική πολιτική
πολιτική εξοπλισμών
επεκτατική πολιτική
πολιτική επενδύσεων
πολιτική επιδοτήσεων
πολιτική της επιχείρησης
Firmenpolitik θηλ
κοινωνική πολιτική
Sozialpolitik θηλ
κοινωνική πολιτική
συμφωνία θηλ για την κοινωνική πολιτική EE
κυβερνητική πολιτική
πολιτική λιτότητας
Sparpolitik θηλ
πολιτική του μέλλοντος
μεταναστευτική πολιτική
πολιτική μεταφορών
πολιτική μετόχων
μισθολογική πολιτική
Lohnpolitik θηλ
νομισματική πολιτική
Geldpolitik θηλ
νομισματική πολιτική
Finanzpolitik θηλ
οικογενειακή πολιτική
οικονομική πολιτική
περιβαλλοντική πολιτική
Umweltpolitik θηλ
πληθωριστική πολιτική
πολιτική σταθεροποίησης
συναλλαγματική πολιτική
πολιτική των συνδικάτων
πολιτική τιμών, τιμολογιακή πολιτική
Preispolitik θηλ
επιθετική πολιτική τιμών
πολιτική των υποτιμήσεων
φορολογική πολιτική
Steuerpolitik θηλ

Πολιτική Απορρήτου SUBST

Καταχώριση χρήστη

Παραδειγματικές φράσεις με πολιτική

πολιτική τιμών, τιμολογιακή πολιτική
εσωτερική πολιτική
αλιευτική πολιτική
δημογραφική πολιτική
διαρθρωτική πολιτική
οικογενειακή πολιτική
περιφερειακή πολιτική
πολιτική αγωγή
Zivilklage θηλ
μισθολογική πολιτική
πολιτική γεωγραφία
επεκτατική πολιτική
εξωτερική πολιτική
αμυντική πολιτική
αναπτυξιακή πολιτική
πολιτική ασφάλειας
βιομηχανική πολιτική
δασική πολιτική

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский