Ελληνικά » Γερμανικά

I . πηγαίνω [piˈjɛnɔ], πάω [ˈpaɔ] <πήγα, πηγεμένος> VERB αμετάβ

2. πηγαίνω (με όχημα ή βάρκα):

πηγαίνω

3. πηγαίνω (με αεροπλάνο):

πηγαίνω

5. πηγαίνω (για δρόμο):

πηγαίνω

6. πηγαίνω (απευθύνομαι):

II . πηγαίνω [piˈjɛnɔ], πάω [ˈpaɔ] <πήγα, πηγεμένος> VERB μεταβ

1. πηγαίνω (μεταφέρω, οδηγώ):

πηγαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский