Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεχειλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεχειλί|ζω <-σα, -σμένος> [ksɛçiˈlizɔ] VERB αμετάβ

1. ξεχειλίζω (υγρό):

ξεχειλίζω

2. ξεχειλίζω (ποταμός):

ξεχειλίζω

3. ξεχειλίζω μτφ (από χαρά):

ξεχειλίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский