Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μεσσίας , τεσσάρι , μεσίτρα , μεσιακά , Μεσσίας , μελάσα , μέσα , πάλσαρ , μεστός και μεσάζω

μεσσίας [mɛˈsias] SUBST αρσ μτφ

Μεσσίας [mɛˈsias] SUBST αρσ ΘΡΗΣΚ

μεσιακά [mɛsçaˈka] ΕΠΊΡΡ

μεσίτης [mɛˈsitis] SUBST αρσ, μεσίτρα [mɛˈsitra], μεσίτρια [mɛˈsitria] SUBST θηλ

1. μεσίτης (γενικά):

Vermittler(in) αρσ (θηλ)

τεσσάρι [tɛˈsari] SUBST ουδ

μεσά|ζω <-σα> [mɛˈsazɔ] VERB αμετάβ

μεστ|ός <-ή, -ό> [mɛsˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. μεστός (γεμάτος):

2. μεστός (ώριμος):

πάλσαρ [ˈpalsar] SUBST ουδ αμετάβλ ΦΥΣ

μέσα [ˈmɛsa] vor στο(ν), στη(ν), στο, στους, στις, στα auch:, μες [mɛs] ΕΠΊΡΡ

μελάσα [mɛˈlasa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский